- ξωμάχος
- ο1. αυτός που εργάζεται στα χωράφια, στην ύπαιθρο2. απόμαχος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξωμάχος, με σίγηση τού αρκτ. άτονου ε-].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
(ε)ξωμάχος — ο αυτός που εργάζεται έξω στους αγρούς, ο αγρότης (σε αντιδιαστολή με τα παζαρίτης, καστρινός): Και το σύνολον του, από τα πόδια έως την κορφή, δείχνει πολύπαθον εξωμάχο (Α. Καρκαβίτσας). ξωμάχος ο αυτός που εργάζεται στα χωράφια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξωμάχος — και ξωμάχος, ο αυτός που εργάζεται στα χωράφια, γεωργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < έξω + μάχος (< μάχομαι) πρβλ. θαλασσο μάχος] … Dictionary of Greek
εξωτάρης — και ξωτάρης, ο 1. καλλιεργητής κτημάτων που βρίσκονται έξω από την πόλη, ξωμάχος 2. κάτοικος χωριού, χωριάτης … Dictionary of Greek
εργάτης — Εκείνος που εργάζεται κυρίως με τα χέρια του και ζει από την αμοιβή αυτής της εργασίας. Οι ε. είναι βασική παραγωγική δύναμη της σύγχρονης κοινωνίας και διακρίνονται σε βοηθητικούς (αυτοί που στην επιχείρηση εξυπηρετούν την κύρια παραγωγή), σε ε … Dictionary of Greek
ληινόμος — ληϊνόμος, ον (Α) αυτός που κατοικεί στους αγρούς, αγρότης, ξωμάχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λήϊον «αγρός σπαρμένος με σιτάρι» + νόμος (< νόμος < νέμω), πρβλ. αγορα νόμος, παιδο νόμος] … Dictionary of Greek
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek
ξωμερίτης — ο, θηλ. ξωμερίτισσα 1. αυτός που κατάγεται από ξένο μέρος, αλλοδαπός, ξένος 2. αυτός που είναι εγκατεστημένος στην εξοχή, ξωμάχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξωμερίτης, με σίγηση τού αρκτ. άτονου ε ] … Dictionary of Greek
ξωτάρης — ο, θηλ. ξωτάρα και ξωτάρισσα 1. εξωτάρης, ξωμάχος 2. ξένος που μένει προσωρινά σε έναν τόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξωτάρης, με σίγηοη τού αρκτικού άτονου ε ] … Dictionary of Greek
(ε)ξωτάρης — ο πληθ. ηδες 1. καλλιεργητής κτημάτων που βρίσκονται έξω από την πόλη, αγρότης, ξωμάχος. 2. κάτοικος χωρίου, χωριάτης. ξωτάρης ο θηλ. ισσα ο, ξένος που μένει προσωρινά σ έναν τόπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)